Ελληνικές Αυταπάτες για την Συμφωνία των Πρεσπών
Οι αυταπάτες της συμφωνίας των Πρεσπών
Η Ελλάδα πρέπει να επιδείξει επιβεβλημένη σύνεση, διορατικότητα και πρόληψη των κινδύνων.
Η παραίτηση της Κυβερνήσεως Ζάεφ και η επέλαση των πιο
ακραίων του VMRO που απορρίπτουν και τον υποτιθέμενο συμβιβασμό της ”Βόρειας”
Μακεδονίας, καταδεικνύει σε πόσο σαθρό έδαφος δέχθηκε η Ελληνική πλευρά ν′
αναζητήσει μια δήθεν συμβιβαστική λύση στο θέμα των Σκοπίων.
Ο πυρήνας της διαμάχης δεν είναι άλλος από το όνομα, γύρω από το οποίο κτίσθηκε, σε πρόσφατο ιστορικό χρόνο (επί Τίτο), μια απίστευτη ιστορική πλαστογραφία, με γεωπολιτικούς και στρατηγικούς στόχους.
Είχαν, βεβαίως, προηγηθεί, μερικές δεκαετίες ενωρίτερα, η προπαγάνδα και οι σχεδιασμοί, στους κόλπους της Κομμουνιστικής Διεθνούς, για αυτονόμηση της Ελληνικής Μακεδονίας και Θράκης και ένταξή τους, ως αυτόνομης Ομοσπονδίας, σε μια σχεδιαζόμενη Βαλκανική Κομμουνιστική Συνομοσπονδία.
Το Ελληνικό Κομμουνιστικό Κόμμα, παρά τις έντονες αντιδράσεις που υπήρξαν στους κόλπους του, συμβάδισε τελικά με την ιδέα αυτή, μετά από αλλαγή ηγεσίας και πιέσεις που ασκήθηκαν από την Κομμουνιστική Διεθνή για πρόταξη των υποτιθεμένων αρχών της διεθνιστικής Κομμουνιστικής ιδεολογίας.
Κατά τη μεταπολεμική περίοδο, η πρωτοβουλία στο λεγόμενο ”Μακεδονικό” πέρασε από τον Βούλγαρο Κομμουνιστή ηγέτη Δημητρώφ, ο οποίος είχε και περιφερειακό ρόλο στα Βαλκάνια, στο πλαίσιο της Κομμουνιστικής Διεθνούς, στον Στρατάρχη Τίτο.
Ο τελευταίος είχε αποκτήσει μεγάλο κύρος με τον αντάρτικο Αντιστασιακό αγώνα που είχε οργανώσει στη Γιουγκοσλαβία και με τον ρόλο που είχε, παραλλήλως, διαδραματίσει στην Κομμουνιστική Διεθνή.
Ο Βούλγαρος ηγέτης Δημητρώφ υποσκελίσθηκε από τον Τίτο, λόγω της συμμαχίας της Βουλγαρίας με τη Γερμανία του Χίτλερ.
Ο Τίτο μετάλλαξε το χαρακτήρα του Μακεδονικού, εισάγοντας
την ιδέα ενός νέου έθνους, για το οποίο δεν είχε γίνει ποτέ λόγος στο παρελθόν.
Η περιοχή των Σκοπίων, μέχρι τον Β′ Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν γνωστή ως Βαρδαρία και με το όνομα αυτό συμμετείχε στη διοικητική διαίρεση του βασιλείου των Σέρβων, των Κροατών και των Σλοβένων.
Εθνος, με το όνομα ”Μακεδόνες”, δεν εμφανίζεται και σε προηγούμενες ιστορικές περιόδους στην περιοχή αυτή, ούτε σε χάρτες, ούτε σε στατιστικές ή άλλες ιστορικές αναφορές.
Δημιουργώντας ένα νέο έθνος, με πλαστή ιστορική ταυτότητα, ο Τίτο επεδίωκε να εκμεταλλευθεί, με νέους όρους, το παλιό Μακεδονικό, για να εξυπηρετήσει και να προωθήσει τα μεγαλεπήβολα σχέδια του για ηγεμονία στα Βαλκάνια και ένωση της Αδριατικής με το Αιγαίο και ει δυνατόν με τη Μαύρη Θάλασσα, στην περίπτωση που εντασσόταν στη Γιουγκοσλαβική Ομοσπονδία και η Βουλγαρία.
Τα φιλόδοξα σχέδια του, παράλληλα με το ανεξάρτητο πνεύμα της πολιτικής του, ανησύχησαν τον καχύποπτο Στάλιν.
Ήταν το σπέρμα, που οδήγησε αργότερα στη ρήξη μεταξύ τους.
Αντιλαμβάνεται κανείς ότι πάνω στη νέα βάση, που εισήγαγε ο Τίτο, η ”Μακεδονική” πλαστογραφία έγινε λόγος εθνικής υπάρξεως του κράτους αυτού, γεγονός που το κατέστησε πλήρως και φανατικά αδιάλλακτο.
Η ύπαρξη προηγουμένως των Σκοπίων , ως αυτόνομης Δημοκρατίας στους κόλπους της Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας. με το όνομα Μακεδονία, δεν απαιτούσε τη διεθνή αναγνώριση και αυτό περιόριζε εκ των πραγμάτων τη διαμάχη.
Η τελευταία περιοριζόταν επίσης για να μη παραβλαφθούν οι φιλικές σχέσεις μεταξύ Γιουγκοσλαβίας και Ελλάδος.
Ο πρώτος ιστορικός ηγέτης του ανεξάρτητου κράτους των
Σκοπίων Κίρο Γκλιγκόρωφ, ενώπιον των προβλημάτων που αντιμετώπισε, αντελήφθη
ότι δεν ήταν δυνατό, μέσα στα νέα δεδομένα, να συνεχίσει το ιδεολόγημα του Τίτο
περί Μακεδονίας, τη στιγμή που είχε ανάγκη από τη συνεργασία της Ελλάδος για να
σταθεροποιήσει το κράτος του, να προωθήσει την ανάπτυξή του και την ένταξή του
στο ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ενωση.
Έκανε γι′ αυτό ένα βήμα, το οποίο μπορούσε ν′ αποτελέσει μια σωστή και ασφαλή βάση για τη λύση του προβλήματος με την Ελλάδα. Σε συνέντευξή του , στο Λονδίνο , δήλωσε με παρρησία: ”Εμείς είμαστε Σλάβοι. Δεν έχουμε καμιά σχέση με τον Μέγα Αλέξανδρο. Ήρθαμε στα Βαλκάνια μετά τον έκτο αιώνα μ. χ.”.
Η Ελληνική πλευρά έδειξε πρωτοφανή αστάθεια στις θέσεις της. Είχε στο πλευρό της την Ευρωπαϊκή Ένωση, που, με απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, είχε υποστηρίξει την Ελλάδα.
Την απόφαση την είχε διαβάσει στους δημοσιογράφους ο ίδιος ο Πρόεδρος Μιτεράν.
Είχε επίσης πολύ ισχυρά ερείσματα στις Ηνωμένες Πολιτείες και στον ίδιο τον Αμερικανό Πρόεδρο Κλίντον.
Τα μεγάλα διπλωματικά όπλα της Ελληνικής πλευράς, η ένταξη στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ, αντί να αξιοποιηθούν ως πλεονεκτήματα, έγιναν όπλα εναντίον της Ελλάδος, με τη μορφή Αμερικάνικων και Ευρωπαϊκών πιέσεων προς την Ελλάδα, για να μη προβάλει βέτο στην ένταξη των Σκοπίων στους δυο αυτούς Οργανισμούς, για να εξυπηρετηθούν, υποτίθεται, ζωτικά Δυτικά στρατηγικά συμφέροντα.
Αποκορύφωμα της πολιτικής αυτής υπήρξε η Συμφωνία των Πρεσπών, που, από κάθε άποψη, αποτελεί όνειδος και αυτοκαταφερθείσα στρατηγική ήττα για την Ελληνική πλευρά.
Αντι ανυποχώρητη βάση διαπραγματεύσεων ν’αποτελούν οι παραδοχές Γκλιγκόρωφ, με δεδομένο το γεγονός ότι πραγματικοί επισπεύδοντες ήταν τα Σκόπια, που ήθελαν να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ, και όχι η Ελλάδα , η Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ έσπευσε να παραχωρήσει στους Σκοπιανούς αυτό ακριβώς που είναι ο πυρήνας του προβλήματος: το όνομα δηλαδή, τη γλώσσα και την ταυτότητα.
Η ανιστόρητη αυτή πράξη παρουσιάσθηκε ως δήθεν συμβιβασμός, επειδή η παραχώρηση του ονόματος Μακεδονία έγινε με την προσθήκη του γεωγραφικού προσδιορισμού ”Βόρεια”. Η προσθήκη όμως αυτή δεν μειώνει το βάρος της παραχωρήσεως, επειδή ο κάθε γνώστης στοιχειώδους ιστορίας γνωρίζει ότι η Μακεδονία ήταν και είναι μία και Ελληνική και γιατί η παραχώρηση του ονόματος αφήνει ακέραιη την αιτία της διαμάχης και προσθέτει επιπλέον σ′ αυτήν την Ελληνική αναγνώριση.
Η σημερινή Κυβέρνηση, αντίθετα προς ότι έλεγε ως Αντιπολίτευση, συνεχίζει την πολιτική της προκατόχου Κυβερνήσεως, με άλλοθι το τετελεσμένο γεγονός που συνιστά μια διεθνής συμφωνία.
Ανέχεται συνεχείς παραβιάσεις της Συμφωνίας, συνηγορεί άνευ όρων στην ένταξη των Σκοπίων στην ΕΕ και φθάνει στο σημείο ν′ ασκει κριτική στην Κυβέρνηση της Βουλγαρίας, που προβάλλει βέτο στην ένταξη των Σκοπίων γι ’αυτά, για τα οποία έπρεπε κανονικά να προβάλλει βέτο η Ελλάδα: τη “Μακεδονική” γλώσσα και ταυτότητα.
Τι θα πράξει τώρα η Ελληνική Κυβέρνηση, μετά την ήττα στις Δημοτικές
εκλογές και την παραίτηση Ζάεφ και την επικείμενη άνοδο στην εξουσία του
Αρχηγού του VMRO;
Ο πρώτος, διαμαρτυρόμενος για τις κατηγορίες που του προσάπτουν, επαίρεται ότι αυτός εξασφάλισε, με τη Συμφωνία των Πρεσπών, την αναγνώριση από την Ελλάδα του ονόματος ”Μακεδονία” και ”Μακεδονικής” γλώσσας και ταυτότητας.
Ο δεύτερος δηλώνει ότι θα ” σεβασθεί” τη Συμφωνία των Πρεσπών, αλλά δεν θα χρησιμοποιήσει ποτέ τον γεωγραφικό προσδιορισμό ”Βόρεια”.
Για να μη αφήσει επίσης καμιά αμφιβολία για το πως εννοεί τη ”Μακεδονία” των Σκοπίων και ότι καλά κρατεί το ιδεολόγημα της δήθεν μεγάλης Μακεδονίας, η οποία περιλαμβάνει την Ελληνική Μακεδονία και μέρος της Βουλγαρίας και η οποία ”μοιράσθηκε” δήθεν από αρπακτικούς γείτονες (Ελλάδα και Βουλγαρία), δήλωσε, λίγους μήνες πριν, ότι πρωτεύουσα της ”Μακεδονίας” είναι η Θεσσαλονίκη.
Θα φέρει επίσης προς επικύρωση στη Βουλή τα τρία εφαρμοστικά διατάγματα, που βρίσκονται ακόμη σ′ εκκρεμότητα, πριν αποσαφηνισθεί η κατάσταση στα Σκόπια και διαφανούν οι προθέσεις της νέας Κυβερνήσεως;
Με την ίδια λογική, τίθεται επίσης το ερώτημα για την υποστήριξη από την Ελλάδα της εντάξεως των Σκοπίων στην ΕΕ.
Θα συνεχισθεί αυτή η υποστήριξη ακόμη και όταν η νέα Κυβέρνηση επαναφέρει όλη τη γνωστή προπαγάνδα του Μακεδονισμού και δηλώνει ότι δεν θα χρησιμοποιήσει ούτε τον προσδιορισμό της ”Βόρειας Μακεδονίας”;
Η Ελλάδα δεν πρέπει να διαπράξει νέο ολέθριο σφάλμα, ανεχόμενη σιωπηρά τον σφετερισμό του ονόματος της Μακεδονίας, απαλλαγμένου μάλιστα και απο οποιοδήποτε προσδιορισμό.
Η κατάρρευση της Συμφωνίας των Πρεσπών, με ευθύνη της άλλης πλευράς, παρέχει στην Ελληνική πλευρά την ευκαιρία να επαναδιαπραγματευθεί το πρόβλημα και να το επαναθέσει πάνω σε βάση, που θα απορρίπτει, αντί να αναγνωρίζει, την ιστορική πλαστογραφία και το ιδεολόγημα του Μακεδονισμού.
Η ιστορική αλήθεια είναι και η φωνή της λογικής και της σταθερότητας σε μια περιοχή, που βρίσκεται πάλι σε διέγερση και εγκυμονεί μεγάλους κινδύνους νέων συγκρούσεων και διαμαχών.
Η συντήρηση του πυρήνα του προβλήματος, που βασίζεται σε παραχάραξη της ιστορίας και καλλιέργεια μιας ψεύτικης εθνικής συνειδήσεως, είναι βέβαιο ότι θ′ αποτελέσει μόνιμη πηγή προβλημάτων και μπορεί να υποκινήσει ενεργότερο Βουλγαρικό ενδιαφέρον, με αναπόφευκτες περιπλοκές και στις Ελληνο - Βουλγαρικές σχέσεις.
Η Ελλάδα πρέπει γι′ αυτό να επιδείξει την επιβεβλημένη σύνεση, διορατικότητα και πρόληψη των κινδύνων.
Περικλής Νεάρχου, Πρέσβυς ε. τ.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ Γερμανός Υπουργός Υγείας Ζούμε σε Πανδημία Ανεμβολίαστων
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ Έρχονται τα Ταξί Χωρίς Οδηγό