Breaking News

Β Παγκόσμιος Πόλεμος τι έγινε

b-pagkosmios-polemos-ti-egine
Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος (1939-1945)
Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν η πιο εκτεταμένη γεωγραφικά και δαπανηρή σε πλουτοπαραγωγικούς πόρους ένοπλη σύγκρουση στην ιστορία της ανθρωπότητας, στην οποία ενεπλάκη η πλειονότητα των εθνών, που πάλευαν ταυτόχρονα σε διάφορα σημαντικά θέατρα πολέμου, και που κόστισε περίπου 55,5 εκατομμύρια ζωές. Άρχισε στις 7 Ιουλίου 1937 στην Ασία και στις 1 Σεπτεμβρίου 1939 στην Ευρώπη και τελείωσε στις 2 Σεπτεμβρίου 1945. “Καινοτομία” αυτού του πολέμου: Η Ατομική Βόμβα. Με το τέλος του πολέμου άρχισε ο Ψυχρός Πόλεμος, εξαιτίας τoυ ανταγωνισμού ΗΠΑ-Σοβιετικής Ένωσης για την παγκόσμια κυριαρχία, ενώ η Μεγάλη Βρετανία αν και βρίσκονταν στο στρατόπεδο των νικητών, έχασε το μεγαλύτερο μέρος των αποικιών της.
Αίτια – Μεσοπόλεμος
Μετά την λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου οι νικητές επέβαλαν με την Συνθήκη των Βερσαλλιών στην ηττημένη Γερμανία σκληρότατους όρους, με σκοπό να την γονατίσουν οικονομικά. Οι πολεμικές επανορθώσεις που επιβλήθηκαν στην Γερμανία ήταν τόσο υπέρογκες, που δημιούργησαν ένα κύμα αντιδράσεων στον Γερμανικό λαό, που πάντα πίστευε ότι δεν έχασε πραγματικά τον πόλεμο αλλά «προδόθηκε». Παράλληλα, ο κόσμος βρισκόταν σε μία οικονομική κρίση που ξεκίνησε με την κατάρρευση του χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης η οποία ακολουθήθηκε από μια ταχεία κάμψη της παραγωγής, απασχόλησης και εξωτερικού εμπορίου των ΗΠΑ. Αλυσιδωτά, οι επιπτώσεις ήταν σημαντικές. Το Ηνωμένο Βασίλειο θέσπισε στη διάσκεψη της Οττάβας, το σύστημα της προτίμησης στο εμπόριο με κράτη της Κοινοπολιτείας, ενώ η φασιστική Ιταλία εφάρμοσε αυστηρούς έλεγχους στην παραγωγή και προχώρησε στην στρατιωτικοποίηση της χώρας.
Η απελπισία από την οικονομική κρίση και το αίσθημα ότι οι Γερμανοί παρεμποδίζονταν να έχουν όλα αυτά που δικαιούνταν, οδήγησαν σε μια έξαρση του εθνικισμού και διευκόλυναν την άνοδο στην εξουσία του Εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος NSDAP με αρχηγό τον Χίτλερ. Η πολιτική του Χίτλερ ήταν να αναδημιουργήσει την Γερμανία αποκτώντας τον αναγκαίο «ζωτικό χώρο» (Lebensraum) και να κάνει ένα «ξεκαθάρισμα λογαριασμών» με όλους εκείνους που θεωρούσε ότι είχαν φέρει την χώρα στην κακή αυτή κατάσταση. Το τελευταίο, πέρα από την Γαλλία, περιελάμβανε και τους Εβραίους και ήταν και το βασικό επιχείρημα του αντισημιτισμού του.
Στο ξεκίνημα της διακυβέρνησής του, ο Χίτλερ βεβαίωνε για τις ειρηνικές διαθέσεις του, αλλά στις 14 Οκτωβρίου 1933 ανακοίνωσε ότι δεν αναγνώριζε πλέον τους περιορισμούς όσον αφορά στους εξοπλισμούς που είχαν επιβληθεί στην Γερμανία και ότι ταυτόχρονα αποσυρόταν από την Κοινωνία των Εθνών. Την παραπάνω εξαγγελία συνόδευσε με προσφορά για περιορισμό των εξοπλισμών βάσει διμερούς συμφωνίας με την Γαλλία, πράγμα που προκάλεσε αβεβαιότητα για τις πραγματικές του προθέσεις. Μετά την δολοφονία του Αυστριακού Καγκελάριου Ένγκελμπερτ Ντόλφους εξερράγη στην Αυστρία φιλοχιτλερικό κίνημα και οι κινήσεις του γερμανικού στρατού δημιούργησαν υπόνοιες για ετοιμασίες επέμβασης στην Αυστρία, η οποία τελικά ματαιώθηκε από μια Ιταλική κινητοποίηση.
Σε αντίδραση προς την Γερμανική επεκτατικότητα, η Γαλλία, μέσω του υπουργού της των Εξωτερικών Λουί Μπαρτού, προσπάθησε να συνασπίσει όλα τα μέρη, των οποίων τα συμφέροντα κινδύνευαν από την αναβίωση της γερμανικής ισχύος. Μετά την δολοφονία του, ο διάδοχός του Πιέρ Λαβάλ προσανατολίστηκε σε μία τετραμερή συμφωνία μεταξύ Γαλλίας, Γερμανίας, Μεγάλης Βρετανίας και Ιταλίας. Αυτό, όμως, ευνοούσε τα ιταλικά σχέδια για επίθεση κατά της Αιθιοπίας. Ο ηγέτης της Ιταλίας, Μουσολίνι, πέτυχε γαλλοϊταλική συμφωνία που του έδινε ελευθερία δράσης στην Αιθιοπία.
Η Ιαπωνία από τα τέλη του 19ου αιώνα είχε ξεκινήσει μια επέκταση βασισμένη στην εκβιομηχάνιση και τον εκσυγχρονισμό της. Το 1905 νίκησε την Ρωσία και το 1910 κατέλαβε την Κορέα και την έκανε αποικία της. Η πορεία εκδημοκρατισμού της χώρας ανακόπηκε την δεκαετία του 1930 από την οικονομική κρίση η οποία ανέδειξε πολλούς στρατιωτικούς ηγέτες που ανέλαβαν τον έλεγχο της χώρας στο όνομα του Αυτοκράτορα Χιροχίτο. Το 1931 η Ιαπωνία εισέβαλε στην Εσωτερική Μαντσουρία και το 1937 έκανε μια νέα εισβολή κατακτώντας και την υπόλοιπη περιοχή. Γι’ αυτό τον λόγο πολλοί μελετητές θεωρούν ως σημείο έναρξης του Β΄ Παγκόσμιου Πόλεμου το 1936/1937.
Διπλωματία
Παρόλο που τα παραπάνω οικονομικά και γεωπολιτικά αίτια έπαιξαν μεγάλο ρόλο στην υποκίνηση του 2ου Π. Π., θα ήταν λάθος να παραγνωρισθεί το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή διπλωματία στην περίοδο του Μεσοπολέμου έζησε τις χειρότερες στιγμές της, οι οποίες έδρασαν ως καταλύτης και επιταχυντής της καταστροφής που ακολούθησε. Τα προβλήματα στο τέλος του 1ου Π. Π. περιέπλεξαν πολύ τα ίδια συμφέροντα των νικητών. Η Γαλλία απαίτησε την δια παντός εξασθένηση της Γερμανίας, τρομαγμένη και εξοργισμένη από τις καταστροφές που είχε υποστεί με τον συνεχή πολεμικό ανταγωνισμό μαζί της τα τελευταία 20 χρόνια. Η Αγγλία όμως, δεν ευνοούσε (από την εποχή των Ναπολεόντειων πολέμων ακόμα) την επικράτηση μίας χώρας στην ηπειρωτική Ευρώπη, βλέποντας την Γερμανία ως τον φυσικό ‘μετριαστή’ της Γαλλικής επιρροής στην ήπειρο.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, που βρήκαν ευκαιρία για μια ακόμη φορά να αναμειχθούν στις υποθέσεις πέραν της δικής τους ηπείρου, προσπάθησαν να εξασκήσουν έμμεσα την διπλωματική τους επιρροή εναντίον των Αγγλο – Γάλλων, που ουσιαστικά ήταν οι δυο κύριες αποικιακές δυνάμεις στον κόσμο και είχαν υπό τον έλεγχό τους περιοχές, για τις οποίες η ίδια η Αμερική διατηρούσε αντίστοιχο ενδιαφέρον, ειδικά στα πετρέλαια της Μέσης Ανατολής και Αραβίας. Ιδιαίτερα η ιδέα των Αμερικανών για την δημιουργία της Κοινωνίας των Εθνών απέδειξε την αμφίρροπη θέση τους, από την στιγμή που οι ίδιοι απέφυγαν τελικά να συμμετάσχουν σε αυτήν. (Σημείωση: Οι Ηνωμένες Πολιτείες έμελλε να είναι το πέμπτο μόνιμο μέλος της ΚτΕ, αλλά η αμερικανική Γερουσία ψήφισε στις 19 Μαρτίου 1920 κατά της κύρωσης της Συνθήκης των Βερσαλλιών, εμποδίζοντας έτσι την αμερικανική συμμετοχή στον Σύνδεσμο.)
Οι ‘μικροί’ νικητές του 1ου Π. Π., Ιταλία και Ιαπωνία, αρχικά βρέθηκαν στο πλευρό των Αγγλο – Γάλλων με την ελπίδα να τους αναγνωριστούν μεταπολεμικά γεωπολιτικά κέρδη, τα οποία όμως δεν υλοποιήθηκαν γιατί και οι δυο αυτές χώρες αναζητούσαν τον δικό τους ‘ζωτικό χώρο’ στην Μεσόγειο και τον Ειρηνικό, περιοχές που όμως έλεγχαν σθεναρά Άγγλοι και Αμερικανοί. Όσο για την Ρωσία, που τώρα ήταν η κοιτίδα των Σοβιέτ και είχε εμπειρίες από τις απόπειρες των Αγγλο – Γάλλων να σταματήσουν την επανάσταση της, αρχικά με στρατιωτική επέμβαση κι αργότερα με απόπειρα δολοφονίας του Λένιν, ένοιωθε την ανάγκη να εξασφαλίσει την επιρροή της στις γειτονικές χώρες. Mάλιστα το 1920 – 1921 ενεπλάκη σε πόλεμο με την Πολωνία. Ταυτόχρονα οι Αγγλο – Γάλλοι φοβήθηκαν ότι πολύ εύκολα μια σοβιετική επανάσταση θα μπορούσε να εξαχθεί και στις δικές τους χώρες, με την υποκίνηση της Ρωσίας. Οι Σοβιετικοί απ’ την πλευρά τους, αν και θεωρούσαν τους Δυτικούς ως ιδεολογικούς τους εχθρούς, άλλοτε επιζήτησαν την συμμαχία τους εναντίον του Χίτλερ , και άλλοτε επιδίωξαν τον διαχωρισμό της θέσης τους από αυτούς.
Αυτοί οι πολύπλοκοι ανταγωνισμοί επέτρεψαν στους Χίτλερ και Μουσολίνι να ελιχθούν διπλωματικά μεταξύ των νικητών του 1ου Π. Π. και να αποκομίσουν τεράστια οφέλη και, κυρίως, ανοχή για μεγάλο διάστημα, πράγμα που τους επέτρεψε να οικοδομήσουν το περιβάλλον εκείνο, που θα τους επέτρεπε να εξαπολύσουν τον 2ο Π. Π. Η Αγγλο – Γαλλική διπλωματία από την μία μεριά έβλεπε στα πρόσωπα των δυο δικτατόρων ένα ‘αντισοβιετικό τείχος’, έναν αντικομμουνιστικό χωροφύλακα στην Ευρώπη, πράγμα που διευκόλυνε την ανοχή στο ναζιστικό καθεστώς, ενώ πεισματικά ήθελαν να πιστεύουν (και ειδικά οι Άγγλοι) ότι απέφευγαν μια βέβαια πολεμική σύγκρουση, που διαφορετικά θα έθετε τελικά σε κίνδυνο τις αποικίες τους ανά τον κόσμο, που απαιτούσαν χρήμα και μέσα για να διατηρήσουν.
Παράλληλα, οι Αμερικανοί παρακολουθούσαν ήδη από την δεκαετία του 1920 τις κινήσεις της Ιαπωνίας στον Ειρηνικό και καταλάβαιναν ότι τελικά η σύγκρουση θα ήταν αναπόφευκτη αλλά οι πολιτικοί της είχαν υποσχεθεί να μην ξαναεπιτρέψουν να πεθάνουν τα παιδιά τους για τα συμφέροντα των χωρών έξω από την ήπειρό τους, πράγμα που τους έκανε να κρατήσουν μια επιφανειακά ουδέτερη στάση, που και αυτή ευνόησε τους δυο δικτάτορες στην Ευρώπη. Επιπλέον, αμερικανικές εταιρείες είχαν επενδύσει στην μεσοπολεμική Γερμανία, που είχε πολύ φτηνά εργατικά χέρια, και υπήρξαν δηλώσεις υπέρ του χιτλερικού καθεστώτος σε γνωστούς οικονομικούς κύκλους της χώρας.
Η στάση αυτή επέτρεψε και την απώλεια της Δημοκρατικής Ισπανίας, όπου Χίτλερ και Μουσολίνι απεκόμισαν τα μέγιστα σε εντυπώσεις και διπλωματία, ενώ οι ‘ουδέτεροι’ Αγγλο – Γάλλοι βρέθηκαν τελικά σε πολύ δύσκολη θέση όταν με το τέλος του Ισπανικού Εμφυλίου το 1939, η Ισπανία υπέκυψε στον Φράνκο και βρέθηκαν περικυκλωμένοι από φιλοναζιστικά καθεστώτα, απέχοντας μόνο λίγους μήνες από τον αναπόφευκτο πλέον πόλεμο. Αυτή η πολύπλοκη και παράλογη διπλωματική κατάσταση έφτασε μάλιστα μέχρι το σημείο να γεννήσει και το Γερμανο – Σοβιετικό Σύμφωνο, σχεδόν την ίδια ώρα που αποφασιζόταν από τον Χίτλερ η μοιραία επέκταση ανατολικά. Εν πολλοίς, η διπλωματία εκείνη όχι μόνο προσέφερε έδαφος για την δημιουργία του 2ου Π. Π., αλλά ως ένα βαθμό επηρέασε και τον Ψυχρό Πόλεμο και ίσως ακόμα και σήμερα τις τύχες ορισμένων περιοχών της υφηλίου