Breaking News

Οι ανταρτικές ομάδες στην "ουδέτερη ζώνη"


oi-antartikes-omades-stin-oudeteri-zoni
Οι ανταρτικές ομάδες στην "ουδέτερη ζώνη" και η αντιπαράθεση τους με τα Γαλλικά αποικιακά στρατεύματα της Αντάντ (1916-1917)
Κατά την διάρκεια της κορύφωσης του Εθνικού διχασμού μετά την αποβίβαση των Συμμαχικών στρατευμάτων στην Θεσσαλονίκη, ένα από τα ζητήματα που υπήρξε σοβαρή αιτία προστριβών μεταξύ Ελληνικής κυβέρνησης και Αντάντ ήταν οι περίφημες ανταρτικές ομάδες που δρούσαν στην περιοχή της Ηπείρου και των Γρεβενών και στην περιοχή της "ουδέτερης ζώνης". Η "ουδέτερη ζώνη αποτελούσε μια περιοχή που παρεμβαλλόταν μεταξύ του "κράτους των Αθηνών" και του "Βενιζελικού κράτους της Θεσσαλονίκης", την οποία είχε καταλάβει ο Γαλλικός στρατός, ώστε να μην οδηγηθεί η χώρα σε εμφύλιο πόλεμο. Η αντιπαράθεση ξεκίνησε στις 15/28 Φεβρουαρίου με ανταλλαγή τηλεγραφημάτων μεταξύ του Γάλλου στρατηγού Καμπού, επικεφαλής των Γαλλικών δυνάμεων κατοχής της ουδέτερης ζώνης και του Έλληνα Πρωθυπουργού Σπυρίδωνος Λάμπρου. Ο Καμπού συνεχώς κατήγγειλε την ύπαρξη και δράση Ελληνικών αντάρτικων τμημάτων υπό των οπλαρχηγό Τσόντο-Βάρδα που παρενοχλούσαν Γαλλικές μονάδες και δημιουργούσαν προβλήματα στην επικοινωνία και στον ανεφοδιασμό τους. Ο Λάμπρου απέρριπτε κάθε αιτίαση κατηγορώντας τον Γαλλικό στρατό για την καταπίεση εις βάρος των ντόπιων πληθυσμών.
Ήδη από τον Σεπτέμβριο του 1916, όταν οι Ιταλοί κατέλαβαν μέρος της Ηπείρου, προέβησαν στην απομάκρυνση των Ελληνικών Αρχών και την υποστήριξη του Αλβανικού στοιχείου. Η δημιουργία μιας ισχυρής Αλβανίας ως δορυφορικό προτεκτοράτο του Ιταλικού στέμματος δεν είναι μυστικό ότι αποτέλεσε επίσημη Ιταλική πολιτική για περισσότερο από 3 δεκαετίες. Ενισχυμένοι οι Αλβανοί από την Ιταλική κατοχή της περιοχής δημιούργησαν ένοπλες ομάδες ληστανταρτών που τρομοκρατούσαν το Ελληνικό γηγενές στοιχείο της περιοχής. Σε απάντηση της Αλβανικής επιθετικότητας, η ηγεσία του Ελληνικού στρατού ανέθεσε στον αντισυνταγματάρχη Τσόντο - Βάρδα, βαθύ γνώστη της περιοχής και των κατοίκων της, την δημιουργία ενόπλων ομάδων που ακριβώς θα υπεράσπιζε την Ελληνικότητα της περιοχής.
Όταν λίγους μήνες μετά, στην ουδέτερη ζώνη οι Γάλλοι εγκατέστησαν Βενιζελικές αρχές παρά τις περί αντιθέτου συμφωνίες, οι ανταρτικές αυτές ομάδες ενισχύθηκαν με στρατολογία αλλά και οικονομικά για να αντιπαρατεθούν στην Βενιζελική προπαγάνδα, αλλά και σε κάθε απόπειρα Βενιζελικής στρατολόγησης στην περιοχή. Οι οπλαρχηγοί των ομάδων αυτών έλαβαν αυστηρότατες διαταγές να μην εμπλακούν σε αντιπαραθέσεις με συμμαχικές δυνάμεις. Αυτή η γραμμή όμως καταστρατηγήθηκε, καθώς οι Γαλλικές δυνάμεις κατοχής αποτελούνταν κυρίως από Σενεγαλέζους που κατέφευγαν σε καταπιέσεις εις βάρος του τοπικού πληθυσμού, σε καταστροφές της περιουσίας τους, κλοπές, ακόμη και βιασμούς. Σποραδικές λεπτομέρειες για όσα τράβηξαν οι κάτοικοι της «ουδέτερης ζώνης» μετά την κατάργηση των τοπικών ελληνικών αρχών αντλούνται από τον οικείο φάκελο των αρχείων του Υπ.Εξ.
«Ολοι οι ως ύποπτοι καταγγελλόμενοι κάτοικοι των περί την ουδετέραν ζώνην χωρίων, συλλαμβανόμενοι, καταδικάζονται εις πολλάς ημέρας εις την ποινήν της επ’ ώμου, δίκην υποζυγίων, μεταφοράς των παρά τον ποταμόν δρυίνων δοκών εις το Διοικητήριον», καταγγέλλουν χαρακτηριστικά στον πρωθυπουργό Σπυρίδωνα Λάμπρο πέντε βουλευτές του Νομού Κοζάνης (17.1.1917).
Ο αστυνομικός διοικητής Γρεβενών πληροφορεί πάλι τις ίδιες μέρες την Αθήνα ότι «συνελήφθησαν οικογένειαι διαφόρων πολιτών και εξυλοκοπήθησαν διότι εγκατέλειψαν τας εστίας των οι άνδρες και τα τέκνα των», ότι τα αποικιακά στρατεύματα («Μαύροι») των Γρεβενών «προσέβαλον 6 γυναίκας άς είχον φυλακίσει διότι άνδρες και τέκνα των απεσύρθησαν εντεύθεν ουδετέρας ζώνης», ότι στην επίμαχη ζώνη πραγματοποιείται «αγρία επίταξις κτηνών μικρών και μεγάλων, αποστελλομένων εις Κοζάνην» κι ότι οι Γάλλοι ιππείς που στάλθηκαν στις 25.1.1917 στο χωριό Μεγάλο Σειρήνι για να συλλάβουν τον εκεί δάσκαλο «ήρπασαν δέκα βόας και 150 όρνιθας μη πληρώσαντες αξίαν, εξυλοκόπησαν χωρικούς και παρέλαβον Ελληνα και Μουσουλμάνον παρέδρους χωρίου μη παραδώσαντας αυτοίς 400 κιλά αραβοσίτου άτινα Γάλλος διοικητής εζήτησεν»· η εικόνα συμπληρώνεται από την πληροφορία ότι στη γειτονική Ροδοσνίτσα «μετά Γάλλων συνέπραττε και διδάσκαλος χωρίου Εμμ. Ρογδάκης εκ Κρήτης». Δεν λείπουν κι αιματηρότερα περιστατικά: «Σήμερον κάτοικοι χωρίου Ζυγόστι επιχειρούντες εισέλθωσιν εις Γρεβενά προς προμήθειαν αναγκαιούντων επυροβολήθησαν υπό μαύρων, πληγωθέντος ενός εις τον μηρόν».
Σε πολλές τέτοιες περιπτώσεις οι ανταρτικές αυτές ομάδες προστάτεψαν τους γηγενείς έναντι των Γαλλικών καταπιέσεων και σε δύο τουλάχιστον σημειώθηκαν και συγκρούσεις με Γαλλικές δυνάμεις. Πάντως σε κάποιες περιπτώσεις η δραστηριότητα των ανταρτών ξέφευγε εύκολα από την πατριωτική τους αποστολή κι επεκτείνονταν σε καθημερινές κλοπές. Σε μια επίσκεψη τους στη μονή Ιλαρίωνος οι αντάρτες "απαλλοτρίωσαν" 1400 δραχμές. Σε μια ενέδρα των ληστών ενέπεσαν δεκατρείς Σενεγαλέζοι στρατιώτες και εξοντώθηκαν.
 Τα αντίποινα των Γάλλων ακολούθησαν αμέσως. Ο ηγούμενος Ζιδανίου Καλλίνικος και πέντε λαϊκοί εκτελέστηκαν το Μάρτη του ΄17 ως τροφοδότες των ανταρτών. Θεσπίστηκε η απαγόρευση της ημερήσιας κυκλοφορίας άνω των 10 χμ χωρίς έγγραφη γαλλική άδεια, το λεγόμενο από τους γέρους Αιανιώτες «παπί» ή «λεσέ πασέ» όπως το αποκαλεί η εφημερίδα Ηχώ της Μακεδονίας. Οι ποινές έγιναν αυστηρότατες και κάθε απόκρυψη στρατιωτικού υλικού τιμωρούνταν με θάνατο. Εφαρμόστηκε λογοκρισία στην αλληλογραφία και κρατικός (διάβαζε γαλλικός) έλεγχος στον αγορανομικό τιμάριθμο ως και την κυκλοφορία των προϊόντων στο νομό. Ο μόνιμος υποσιτισμός των κατοίκων έφτασε στο ακρότατο του όριο εξ αιτίας των σοβαρών ελλείψεων στα τρόφιμα. Η ελονοσία, η κυρίαρχη ως τότε ασθένεια των κατοίκων, παραχώρησε τη θέση της στην εισαγόμενη γρίπη του ΄17.
Οι συμμαχικές μυστικές υπηρεσίες γνώριζαν επακριβώς το μέγεθος, την φύση και την δράση των Ελληνικών αυτών ενόπλων ομάδων, αλλά με συνεχείς αναφορές τους μεγαλοποιούσαν την δράση τους, δημιουργώντας μεγάλη δυσαρέσκεια στην Γαλλική κυβέρνηση που κατηγορούσε τις Ελληνικές Αρχές ότι δεν τηρούσαν την συμφωνία που είχε γίνει. Ακόμη χειρότερα ο Αρχιστράτηγος των συμμαχικών δυνάμεων στην Θεσσαλονίκη Maurice Sarrail κατηγορούσε την Ελληνική κυβέρνηση ότι είχε δημιουργήσει αποθήκες οπλισμού στην Θεσσαλία για να ενισχύσει τις αντάρτικες ομάδες που είχαν δήθεν διαταγή να παρενοχλήσουν τις συμμαχικές εφοδιοπομπές. Αξιολογούσε ως πολύ επικίνδυνες για τα νώτα του στρατού του τις πρόχειρα συγκροτημένες ομάδες οπλοφόρων του Τσόντου που ποτέ δεν ξεπέρασαν σε μέγεθος τους 1000ους ενόπλους.  Λίγους μήνες μετά την εκθρόνηση του Βασιλιά Κωνσταντίνου αποδείχθηκε ότι δεν υπήρχαν αποθήκες στρατιωτικού υλικού στην Θεσσαλία...
Οι συνεχείς αναφορές των στρατηγών Καμπού και Σαράιγ στην Γαλλική κυβέρνηση με καταγγελίες εις βάρος της Ελληνικής κυβέρνησης των Αθηνών, διαμόρφωσαν ένα αρνητικό πλαίσιο στο οποίο κινήθηκε και η τελική απόφαση των συμμάχων της Αντάντ να εκθρονίσουν τον Βασιλιά Κωνσταντίνο λίγους μήνες μετά...
Πηγές
ΓΕΣ, Η Ελλάς και ο πόλεμος στα Βαλκάνια 1914-1918, σελ 250-251
Θανάσης Καλλιανιώτης,  Ο «εθνικός διχασμός» στο νομό Κοζάνης: 1916-1918
Διαμαντής Κωνσταντίνος, το αρχείο του Μακεδονομάχου Τσόντου - Βάρδα, άρθρο στο περιοδικό "Μακεδονικά", τόμος τέταρτος (1955-1960)
http://www.efsyn.gr/arthro/i-alli-katohi, άρθρο στην "εφημερίδα των συντακτών"