Breaking News

Η Χώρα που Τρώει τα Παιδιά Της

 


Η χώρα που τρώει τα παιδιά της είναι μια έκφραση που δεν θα μπορούσε να έχει πιο κατάλληλη χρήση από την περίπτωση του Ιωάννη Καποδίστρια. Ο Καποδίστριας γεννήθηκε στην Κέρκυρα, το 1776, και το επίθετό του σχετίζεται με την καταγωγή της αριστοκρατικής και με πολιτική παράδοση οικογένειάς του από το Capo d' Istria, το Ακρωτήριο της Ίστριας στην Αδριατική. Ο πατέρας του ήταν δικηγόρος και ο ίδιος φοίτησε στο μοναστήρι της Αγίας Ιουστίνης της Γαρίτσας, όπου έμαθε Λατινικά, Ιταλικά και Γαλλικά, ενώ στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στη Βενετία. Την περίοδο 1795–1797 σπούδασε Ιατρική στο πανεπιστήμιο της Πάντοβας. Στις 12 Απριλίου 1799 διορίστηκε, από τον ναύαρχο Καντίρ, διευθυντής του οθωμανικού νοσοκομείου.

ΜΗΝ ΧΑΣΕΤΕ ΤΗΝ ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΒΡΑΔΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΜΙΧΑΛΗ ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ ΣΤΗΝ ΖΥΡΙΧΗ

Ο προορισμός του, όμως, ήταν η πολιτική και η διπλωματία, κάτι που ο ίδιος ήξερε από μικρός.

Πράγματι, η πολιτική του καριέρα ξεκίνησε από την Κέρκυρα και την Ιόνιο Πολιτεία, όπου υπηρέτησε σε διάφορα πόστα και έγινε μέλος της Γερουσίας, διατηρώντας πάντα πολύ καλές σχέσεις με την αυτοκρατορική αυλή της Ρωσίας. Το 1806 εξελέγη γραμματέας της Γερουσίας και στη συνέχεια γραμματέας και εισηγητής της επιτροπής που θα συνέτασσε το σχέδιο του νέου συντάγματος. Τότε, διαφώνησε με το Ρώσο πληρεξούσιο, Γεώργιο Δ. Μοντσενίγκο, καθώς οι αλλαγές που πρότεινε ο Καποδίστριας παραήταν φιλελεύθερες για τα δεδομένα της ρωσικής αυλής. Υποχωρώντας, ο Καποδίστριας πρότεινε στη Γερουσία να ψηφίσει τη ρωσική πρόταση, καθώς ήταν η μόνη που θα στήριζαν οι Ρώσοι. Τις δικές του ιδέες, τις φύλαξε γι αργότερα. Και κάποια στιγμή, του δόθηκε η ευκαιρία να τις εφαρμόσει. Όχι στην Κέρκυρα, ουτε στην Ελλάδα. Στην Ελβετία.

Λίγη ελβετική ιστορία...

Το 1808, οι Ρώσοι έκαναν στον Καποδίστρια την πολυαναμενόμενη πρόταση να δουλέψει γι αυτούς. Ο κόμης Νικόλαος Πέτροβιτς Ρουμιάντσεφ, υπουργός Εξωτερικών της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, τον κάλεσε στην Αγία Πετρούπολη, όπου πράγματι έφτασε τον Ιανουάριο του επόμενου έτους και διορίστηκε στο υπουργείο Εξωτερικών ως σύμβουλος. Έμεινε δύο χρόνια στην Αγία Πετρούπολη και τον Αυγούστο του 1811 διορίστηκε ακόλουθος στην πρεσβεία της Βιέννης. Ακολούθησε το Βουκουρέστι. Η εκτίμηση του τσάρου Αλέξανδρου Α' στο πρόσωπό του μεγάλωνε διαρκώς και το 1813 ζήτησε προσωπικά από τον Καποδίστρια να πάει στην Ελβετία, μια χώρα που τότε αποτελούσε τρομερό πονοκέφαλο για τις μεγάλες δυνάμεις. Στα χρόνια που είχαν προηγηθεί της Γαλλικής Επανάστασης, η Ελβετία, μια χώρα υπερήφανη για την αρχαία δημοκρατική της παράδοση, δεν ήταν παρά ένα παράξενο συνονθύλευμα καντονιών· κάποια ήταν ολιγαρχικά, κάποια δημοκρατικά και σε κάποια οι κάτοικοι δεν είχαν απολύτως κανένα πολιτικό δικαίωμα.

Οι σχέσεις της Ελβετίας με τη Γαλλία ήταν παραδοσιακά πολύ στενές και Ελβετοί μισθοφόροι πολεμούσαν επί αιώνες στο πλευρό των Γάλλων βασιλέων. Δεν αποτελεί έκπληξη, λοιπόν, το γεγονός ότι η Γαλλική Επανάσταση έφερε τα πάνω κάτω και στη μικρή χώρα και αποκάλυψε τις αδυναμίες του πολιτικού της συστήματος. Με την Επανάσταση, οι Ελβετοί άδραξαν την ευκαιρία για να ζητήσουν πολιτικές μεταρρυθμίσεις. Ταυτόχρονα, οι δεσμοί με τη Γαλλία διαταράχτηκαν, ιδιαίτερα μετά τη σφαγή της Τιιλερί: Στις 10 Αυγούστου 1792, στο Ανάκτορο της Τιιλερί, οι 3.000 Ελβετοί μισθοφόροι που υπηρετούσαν στην αυλή του Λουδοβίκου ΙΣΤ', προσπάθησαν να εμποδίσουν τους επαναστάτες να φτάσουν στο βασιλιά και την οικογένειά του. Όλοι τους σφαγιάστηκαν και τα πτώματά τους ακρωτηριάστηκαν· η είδηση προκάλεσε φρίκη στην Ελβετία, η οποία πάλευε, όπως και η Γαλλία, ανάμεσα στον άνεμο της ανανέωσης και τη συντήρηση. Τελικά οι Γάλλοι επαναστάτες αποφάσισαν να στείλουν στρατό στην Ελβετία για να βοηθήσει τους εκεί επαναστατημένους Ελβετούς. Παρότι η Ελβετία είχε κηρύξει την ουδετερότητά της, το 1792, το Διευθυντήριο αποφάσισε να εισβάλλει στη χώρα. Τα γαλλικά στρατεύματα μπήκαν στη Βέρνη στις 5 Μαρτίου 1798 και έθεσαν την Ελβετία υπό γαλλικό έλεγχο.

Την άνοιξη του 1799 η Ελβετία βρέθηκε στην πρώτη γραμμή της σύρραξης ανάμεσα στη Γαλλία, την Αυστρία και τη Ρωσία. Η χώρα έγινε πεδίο αντιπαράθεσης ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις και ο ελβετικός λαός διχάστηκε για τον τρόπο με τον οποίο θα έπρεπε να κυβερνάται, με συνέπεια, μετά από μια σειρά αποτυχημένων πραξικοπημάτων, να ξεσπάσει εμφύλιος πόλεμος. Τη «λύση» έδωσε ο Ναπολέων Βοναπάρτης, επιβάλοντας την «καντονοποίηση» και νομοθετώντας για 19 καντόνια, εκ των οποίων μόνο τα έξι είχαν το δικαίωμα να εκλέγουν Πρόεδρο της χώρας.

«Σκληρό ροκ» με τον Μέτερνιχ

Και κάπου εδώ μπαίνει στην εικόνα ο Καποδίστριας. Μετά τη διάλυση της Γαλλικής Αυτοκρατορίας και την ήττα του Ναπολέοντα, οι σύμμαχοι συναντήθηκαν στη Φρανκφούρτη, στα τέλη του 1813 για να κουβεντιάσουν τι θα γίνει με τη Γαλλία. Οι Αυστριακοί ήθελαν να εισβάλλουν στη χώρα μέσω της Ελβετίας. Η Πρωσία και η Ρωσία προτιμούσαν να εισβάλλουν μέσω της Φλάνδρας. Γάλλοι, Αυστριακοί και Ρώσοι είχαν εντελώς διαφορετική ατζέντα για τη μικρή, φτωχή και ασήμαντη τότε ορεινή χώρα: Οι μεν Γάλλοι την ήθελαν για τους ίδιους -είχαν ήδη εισβάλλει στη χώρα και είχαν εγκαταστήσει εκεί μια κυβέρνηση-μαριονέτα-, οι δε Αυστριακοί να βάλουν τη δική τους κυβέρνηση προκειμένου να περνάνε ανενόχλητα τα στρατεύματά τους από την επικράτειά της.

Οι Ρώσοι από την πλευρά τους, που δεν συνόρευαν με τη χώρα και άρα δεν τους εξυπηρετούσε άμεσα, την ήθελαν εντελώς ουδέτερη και ανεξάρτητη και από τη Γαλλία και από την Αυστρία, κάποιου είδους ανάχωμα ανάμεσα στις δύο μεγάλες χώρες. Ο τσάρος πολύ σωστά υποπτεύθηκε ότι οι Αυστριακοί ήθελαν να κατακτήσουν την Ελβετία και έτσι αποφάσισε να στραφεί για βοήθεια στον καλύτερο διπλωμάτη του, τον Καποδίστρια. Ο Καποδίστριας πήγε στην Ελβετία μαζί με τον βαρόνο Λεμπτσέλτερν, δεξί χέρι του διαβόητου Κλέμενς φον Μέττερνιχ. Στις 20 Δεκεμβρίου 1813 ο Λεμπτσέλτερν κάλεσε τον Καποδίστρια και του ζήτησε να υπογράψει μια διακοίνωση, με την οποία τα συμμαχικά στρατεύματα θα επιτρεπόταν να εισέλθουν στην ελβετική επικράτεια μέχρι να εξασφαλίσουν τα εδάφη που η Γαλλία είχε αποσπάσει από την Ελβετία. Ο Καποδίστριας αρχικά αρνήθηκε, αλλά μετά, προς τεράστια έκπληξη του τσάρου και σε μια ένδειξη της τεράστιας διπλωματικής του ευφυίας, άλλαξε γνώμη.

Ο Καποδίστριας, βλέποντας μερικές κινήσεις μπροστά ακόμη και από τον τεράστιο Μέτερνιχ, ήθελε να εισβάλλουν οι Αυστριακοί στην Ελβετία, καθώς αυτό θα έστρεφε εναντίον τους τον ελβετικό λαό και τελικά θα συσπείρωνε τους Ελβετούς γύρω από την ανάγκη της δημιουργίας ενός δικού τους, αυτόνομου, ουδέτερου και ισχυρού πολιτειακά κράτους. Υπό το φόβο να αποκαλυφθούν οι παρασκηνιακές τους κινήσεις (ο Καποδίστριας κυριολεκτικά τους εκβίασε), οι Αυστριακοί υποχώρησαν, αποκήρυξαν τη διακοίνωση και έχασαν κάθε έρεισμα στην Ελβετία.

Ο άνθρωπος που έδωσε στους Ελβετούς το Σύνταγμά τους

Αυτό που απόμενε, ήταν να τα βρουν οι Ελβετοί μεταξύ τους και να γίνουν το ισχυρό και ουδέτερο κράτος που ήθελε η Ρωσία. Ο Καποδίστριας ανέλαβε και αυτήν την αποστολή, ως ειδικός απεσταλμένος και υπουργός του τσάρου στην Ελβετία. Από τη θέση αυτή δημιούργησε το ελβετικό Σύνταγμα και συνεισέφερε με προσωπικά προσχέδια στο ελβετικό πολιτειακό σύστημα, το οποίο προέβλεπε αυτόνομα καντόνια ως μέλη μιας ενιαίας ελβετικής ομοσπονδίας. Απέστειλε υπόμνημα προς τον πρόεδρο της ελβετικής Δίαιτας με τα βασικά στοιχεία που θα έπρεπε να περιέχει το Σύνταγμα και πράγματι, κατά το μεγαλύτερο μέρος του, το υπόμνημα ακολουθήθηκε. Ο Καποδίστριας είχε μόλις δώσει στους Ελβετούς το πρώτο ομοσπονδιακό τους Σύνταγμα. Ουσιαστικά, τους είχε δώσει τον τρόπο να γίνουν κράτος.

Η συμμετοχή της Γενεύης στο νέο κράτος ήταν καθαρά δική του πρωτοβουλία. Ανέλαβε και έφτιαξε δηλαδή ένα νέο ομοσπονδιακό πολιτειακό σύστημα που ένωσε επιτυχώς τα διάφορα καντόνια. Στο Συνέδριο της Βιέννης, το 1815, ο Καποδίστριας συγκρούστηκε μετωπικά με τον Μέτερνιχ, σε μια από τις σημαντικότερες και πιο καθοριστικές στιγμές της ευρωπαϊκής ιστορίας: Πέρα από το θέμα της Γαλλίας, κατάφερε να δεσμευτούν όλες οι μεγάλες δυνάμεις και να αποσπάσει επιπλέον διεθνείς δεσμεύσεις για την ακεραιότητα και την ουδετερότητα της Ελβετίας. Ο Αλέξανδρος, μετά τις θεαματικές επιτυχίες του Καποδίστρια, τον διόρισε υπουργό Εξωτερικών της Ρωσίας. Ο Ιωάννης Καποδίστριας θεωρείται πάντα ο πρώτος επίτιμος πολίτης της Ελβετίας. Οι Ελβετοί τον θεωρούν έναν ευρυμαθή, ανοιχτόμυαλο και πολύ δίκαιο άνθρωπο, έναν άνθρωπο πολύ μπροστά από την εποχή του. Και μάλλον δικαίως. Στις 30 Μαρτίου 1827, στη Γ΄ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας, ο Ιωάννης Καποδίστριας εκλέχθηκε Κυβερνήτης της Ελλάδας με θητεία επτά ετών. Δολοφονήθηκε το 1831, πριν προλάβουμε να μάθουμε εάν θα κατάφερνε να μας κάνει Ελβετία...

Η ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΟΥ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ-Η ΕΠΙΣΗΜΗ ΕΚΔΟΧΗ

Το πρωινό της 27ης Οκτωβρίου 1831 ο κυβερνήτης με την ολιγάριθμη φρουρά του (τον μονόχειρα Κρητικό Κοζώνη ή Κοκκώνη  και ένα στρατιώτη, το όνομα του οποίου ήταν Λέων ή Λεωνίδης) ξεκίνησε, σύμφωνα με την μαρτυρία του Κοζώνη, στις 06.35, προκειμένου να μεταβεί στον ιερό ναό του Αγίου Σπυρίδωνος, για να παρακολουθήσει την Κυριακάτικη λειτουργία. Οι δύο φρουροί, βάδιζαν λίγα βήματα πιο πίσω από τον Καποδίστρια, ενώ προπορευόταν ο γέρο-Γούτος, ο οποίος και ειδοποιούσε για την άφιξη του κυβερνήτη.

Λίγο πριν από τον ναό (100-150 μ. περίπου πριν την είσοδό του), σε ένα ερημικό σημείο της διαδρομής, ο Κωνσταντίνος και ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης, φορώντας τα γιορτινά τους ρούχα και ερχόμενοι από το σπίτι τους, πλησίασαν τον Καποδίστρια και τη συνοδεία του από πίσω, τον χαιρέτησαν με σεβασμό και τον προσπέρασαν, φθάνοντας πρώτοι στην εκκλησία. O κυβερνήτης, όπως ισχυρίστηκε ο Κοζώνης, (στοιχείο όμως που δεν αναφέρθηκε στη δίκη), ανταπέδωσε τον χαιρετισμό. Φθάνοντας πριν από τον Καποδίστρια στον Άγιο Σπυρίδωνα, ο Κωνσταντίνος στάθηκε έξω από την εκκλησία και στη δεξιά (ως προς τον εισερχόμενο) πλευρά, κοιτάζοντας προς τα έξω, ενώ ο Γεώργιος περίπου στον άξονα της στενής θύρας και πιο βαθειά, στη στοά που σχημάτιζε το αψιδωτό άνοιγμα μέχρι την ξύλινη θύρα, στην οποία και στηρίχθηκε, κοιτάζοντας προς το εσωτερικό της εκκλησίας. Δεν εισήλθαν στον ναό αφού βρίσκονταν υπό το καθεστώς της επιτήρησης και δεν τους επιτρεπόταν η είσοδος στις εκκλησίες, προς αποφυγή αιτήσεως ασύλου εντός του ιερού ναού. Έξω από την εκκλησία βρίσκονταν ακόμα οι φρουροί των Μαυρομιχαλαίων Καραγιάννης και Γεωργίου, ο λοχαγός Κουτσιαφόπουλος (που επέστρεφε στο σπίτι του) δύο ξένοι περιηγητές, ένας άγνωστος φουστανελλοφόρος «ξηρακιανός νέος» και ένας ζητιάνος. Απέναντι από την εκκλησία, στο παράθυρο του σπιτιού της στεκόταν μια γυναίκα του Ναυπλίου, η Παρασκευούλα. Ο υπουργός Εσωτερικών Ρόδιος τη στιγμή εκείνη βρισκόταν στο παράθυρο της δικής του οικίας. Μέσα στον ναό, με σχετική θέα προς την είσοδο ευρίσκοντο οι επίτροποι Μητρόπουλος και Νικολάου, ο στρατηγός Βαλτινός, ο Ι. Σαράντου, ο Π. Σκούρας και ο ένοπλος υπαξιωματικός Βούλγαρης, οι οποίοι και κατάθεσαν στη δίκη καθώς και 5-6 άτομα ακόμα, κυρίως γυναίκες.

Ο Καποδίστριας, φορώντας το τσόχινο παλτό του (την ρεντικότα, γνωστή από τις λαϊκές απεικονίσεις της εποχής), το καπέλο του και κρατώντας τα γάντια του, καθώς πλησίαζε στην είσοδο του ναού, κοντοστάθηκε και έριξε μια ματιά προς το σπίτι του Ροδίου. Λίγα βήματα από το πλατύσκαλο της εκκλησίας έβγαλε με το αριστερό χέρι το καπέλο του, όχι για να χαιρετίσει τους Μαυρομιχαλαίους, όπως λανθασμένα παραδίδεται, αλλά επειδή ετοιμαζόταν να εισέλθει στην εκκλησία ασκεπής για να κάνει το σταυρό του. Την ίδια ακριβώς στιγμή ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης, που βρισκόταν απέναντι από τον Καποδίστρια, τον άρπαξε με το αριστερό χέρι και τον πυροβόλησε με την πιστόλα που κρατούσε στο δεξί του χέρι, στην περιοχή του ινιακού οστού (στη βάση του κρανίου) και συγκεκριμένα πίσω από το δεξί αυτί, λέγοντάς του: «και γω κακά χερόβολα και συ κακά δεμάτια». Σχεδόν ταυτόχρονα ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης μαχαίρωσε τον Καποδίστρια με το αμφίστομο μαχαιρίδιό του στη δεξιά βουβωνική περιοχή. Η φρουρά του κυβερνήτη, το εκκλησίασμα (6-8 άτομα) και οι γείτονες που κατέφθασαν, ξάπλωσαν τον νεκρό στο δρόμο και ειδοποίησαν το Φρουραρχείο με αποτέλεσμα πολύ σύντομα να φθάσουν στο σημείο οι στρατιώτες. Ο μονόχειρας συνοδός του Καποδίστρια, ακουμπώντας το σώμα του κυβερνήτη στο έδαφος, πυροβόλησε τον Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη, τραυματίζοντάς τον ελαφρά στη πλάτη. Ο Κωνσταντίνος τραυματισμένος από τη βολή του Κοζώνη έτρεξε στο δρόμο, με αποτέλεσμα το πλήθος να τον λυντσάρει. Κάποιοι τον μετέφεραν στην πλατεία Πλατάνου. Δεν ελήφθη καμιά μέριμνα για την σύλληψη και την περίθαλψή του, ενώ ο στρατηγός Φωτομάρας του επέφερε το τελειωτικό κτύπημα, για να τον λυτρώσει από το μαρτύριο. Ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης προσέτρεξε στη Γαλλική Πρεσβεία όπου και ζήτησε άσυλο. Παρεδόθη στην ελληνική Δικαιοσύνη υπό την πίεση του πλήθους, αφού εγγυήθηκε ο Πορτογάλος φρούραρχος του Ναυπλίου Αλμέιντα  ο οποίος και παρέδωσε το μαχαίρι με το οποίο χτυπήθηκε ο Καποδίστριας. Ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης δικάσθηκε από αναρμόδιο στρατοδικείο (ως διατελέσας πρωθυπουργός, έπρεπε να δικασθεί από Ειδικό Δικαστήριο) και με συνοπτικές διαδικασίες καταδικάσθηκε σε θάνατο. Η ποινή του εκτελέσθηκε σε απίστευτα γρήγορα χρονικό διάστημα (11 Οκτωβρίου 1831), τη στιγμή που ο επίσης καταδικασμένος σε θάνατο Καραγιάννης (θεωρήθηκε αρχικά ότι πυροβόλησε και αυτός εναντίον του Καποδίστρια και των φρουρών του), αναιρώντας την αρχική του κατάθεση, αφέθηκε ελεύθερος μετά από έξι μήνες, καταθέτοντας εναντίον των Μαυρομιχαλαίων .

Πηγή: Πολιτική Ιστορία Ελλάδος

Σ.Σ. Γιατί δεν επιτρέπουν οι Άγγλοι το άνοιγμα του σχετικού αρχείου 180 χρόνια μετά τη δολοφονία του κυβερνήτη; Ο Καποδίστριας είναι γεγονός ότι έπειτα από υστερόβουλες σκέψεις των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής έγινε δεκτός ως προσωρινός κυβερνήτης της Ελλάδας για μια επταετία. Σταδιακά όμως διαπίστωσαν πώς  στεκόταν εμπόδιο στην πραγματοποίηση των σχεδίων τους για την Ελλάδα. Ο κυβερνήτης ονειρευόταν ένα ανεξάρτητο και ελεύθερο κράτος και όχι περιορισμένο στα στενά όρια που επιθυμούσαν οι Ευρωπαίοι. Η αντίθεσή του στην εκλογή Ευρωπαίου μονάρχη και οι προσπάθειές του να διευρύνει τα όρια του νεοσυσταθέντος ελληνικού κράτους, δημιουργούσαν εμπόδια στις επιδιώξεις των Μεγάλων Δυνάμεων. Αλλά και στο εσωτερικό της χώρας ο κυβερνήτης αντιμετώπισε πρωτόγνωρη εχθρότητα. Η αντιπάθεια προς το πρόσωπό του εκδηλώθηκε κυρίως από τους Υδραίους πλοιοκτήτες, τους κοτσαμπάσηδες και τους πολιτικούς, που αντιλαμβάνονταν ότι συρρικνωνόταν το πεδίο επιρροής τους. Οι Μαυροκορδάτος, Κωλέττης και Κουντουριώτης, αντιμετώπισαν από την αρχή με δυσπιστία τον κυβερνήτη, αφού επιθυμούσαν το δικό τους μερίδιο στην εξουσία. Αιχμή του δόρατος της αντιπολίτευσης αποτέλεσε ο Πολυζωϊδης με την εφημερίδα του «Απόλλων», ο οποίος στο τελευταίο της φύλλο δήλωσε απροκάλυπτα ότι σκοπός της εφημερίδας ήταν «η διαπόμπευσις του Καποδίστρια» και μετά την δολοφονία ότι «ο σκοπός επετεύχθη», με συνέπεια να μην χρειάζεται πλέον να συνεχισθεί η έκδοσή της. Η δυσαρέσκεια των Μαυρομιχαλαίων προς τον κυβερνήτη, άρχισε τον Ιούνιο του 1828, όταν ο Καποδίστριας αντικατέστησε τον Ιωάννη Μαυρομιχάλη από τη θέση του φρουράρχου Μονεμβασίας, και εντάθηκε ακόμα περισσότερο όταν άρχισε να ικανοποιεί μόνο μερικώς τα οικονομικά αιτήματα του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Οι σύμβουλοι του κυβερνήτη, τοποθέτησαν νομάρχη στην Καλαμάτα κάποιον Γενοβέλη και τοπάρχη στη Μάνη τον Κορνήλιο, φανατικούς και ορκισμένους εχθρούς των Μαυρομιχαλαίων, οι οποίοι έκαναν ότι ήταν δυνατό για να τους προσβάλλουν και να τους εξουθενώσουν οικονομικά, με αποτέλεσμα οι Μανιάτες να ξεσηκωθούν εναντίον των κρατικών λειτουργών. Τα γεγονότα αυτά οδήγησαν στην σύλληψη του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Οι ταραχές όμως δεν σταμάτησαν. Ο Καποδίστριας αντιλήφθηκε τότε ότι θα έπρεπε να αντιμετωπίσει το ζήτημα με διαφορετικό τρόπο. Γι' αυτό και αρκετές φορές στο παρελθόν είχε αποφασίσει την αποφυλάκιση του Πετρόμπεη, αλλά την τελευταία στιγμή αυτή ακυρωνόταν με νομικίστικα κόλπα των «συμβούλων» του. Το Ιούλιο του 1831, ο Καποδίστριας δήλωσε στον Ανδρέα Ζαΐμη ότι θα δεχόταν να συμβιβαστεί με τον Πετρόμπεη. Στον κυβερνήτη όμως μεταφέρθηκαν φανταστικές απειλές εκ μέρους των Μανιατών, με αποτέλεσμα η προσέγγιση αυτή να ματαιωθεί. Έτσι διατάχθηκε ο Κανάρης να συλλάβει τον Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη παρά τη συμφωνία του με τον Κασομούλη να ειρηνεύσει η περιοχή της Μάνης με αντάλλαγμα την αποπομπή του Κορνήλιου. Ακολούθησε η μεσολάβηση του Ρώσου ναυάρχου Ρίκορντ, ο οποίος έλαβε την διαβεβαίωση της μητέρας του Πετρόμπεη πως θα σταματήσει κάθε ταραχή στην περιοχή, αν αποφυλακισθεί από το Ιτς Καλέ, όπου κρατείτο σε έναν ανεμόμυλο, ο Πετρόμπεης. Στις 22 Σεπτεμβρίου 1831, με την έγκριση του κυβερνήτη, ο Ρίκορντ συναντήθηκε στο πλοίο του με τον Πετρόμπεη, συμφωνώντας σε όλα. Την ίδια μέρα αναχώρησαν μαζί για το Κυβερνείο με σκοπό να αναγγείλουν στον κυβερνήτη τα ευχάριστα νέα. Ο Καποδίστριας, θέλοντας να ακολουθήσει την τυπική διαδικασία, υποσχέθηκε την αποφυλάκιση του Πετρόμπεη σε διάστημα 5-6 ημερών (την οποία ο ίδιος περιχαρής ανακοίνωσε στους Γεώργιο και Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη), διατάσσοντας μάλιστα να μεταφερθεί την νύχτα εκείνη από τον ανεμόμυλο όπου κρατείτο στο μικρό ιδιόκτητο σπίτι του στο Ναύπλιο. Όπως αναφέρει ο Κ.Μ. Μπαζίλι (υπασπιστής του Ρίκορντ), ήδη από τις 26 Σεπτεμβρίου οι ταραχές στην ευρύτερη περιοχή της Μάνης είχαν σταματήσει, γεγονός που αποδεικνύει ότι ο κυβερνήτης κράτησε το λόγο του. Κάποιοι ιστορικοί όμως αναφέρουν την 26η Σεπτεμβρίου ως ημέρα της συνάντησης των Καποδίστρια, Πετρόμπεη και Ρίκορντ, υποστηρίζοντας ταυτόχρονα πως το δημοσίευμα κάποιας αγγλικής εφημερίδας εξόργισε τον κυβερνήτη με αποτέλεσμα να αθετήσει το λόγο του και να φερθεί ανεπίτρεπτα στον Πετρόμπεη. Σύμφωνα όμως με τις εγγραφές από το βιβλίο του λιμανιού του Ναυπλίου αλλά και από τις αναφορές του Μπαζίλι, ο Ρώσος ναύαρχος στις 23 Σεπτεμβρίου απέπλευσε για τον Πόρο, όπου αποδεδειγμένα βρισκόταν εκεί στις 26 Σεπτεμβρίου, επιστρέφοντας στο Ναύπλιο το βράδυ της 29ης Σεπτεμβρίου. Άρα η συνάντηση και μάλιστα με αρνητικά αποτελέσματα δεν θα μπορούσε να είχε λάβει χώρα στις 26 Σεπτεμβρίου. Το βασικό ερώτημα που γεννάται λοιπόν είναι γιατί οι Μαυρομιχαλαίοι αποφάσισαν να δολοφονήσουν τον κυβερνήτη σε μια περίοδο που οι μεταξύ τους διαφορές όδευαν προς επίλυση; Απλή η τελική ερώτηση απευθυνόμενη κυρίως στους Άγγλους....Γιατί δεν επιτρέπουν οι Άγγλοι το άνοιγμα του σχετικού αρχείου 180 χρόνια μετά τη δολοφονία του κυβερνήτη?

κείμενο Κώστας Κανάκας για το ellinesradio.gr   ellinestv YouTube






Εκπομπή Κυριακάτικη Κουβέντα 


Εκπομπή Αντίλογος

Εκπομπή ΑΛΛΑΞΕ ΓΝΩΜΗ 


Εκπομπή με τον Βασίλειο Νουλέζα δικηγόρο